- ἱδρύσιες
- ἱδρύ̱σιες , ἵδρυσιςfoundingfem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίδρυση — η (ΑΜ ίδρυσις) [ιδρύω] 1. ανέγερση, οικοδόμηση (α. «ίδρυση σχολείου» β. «ἱερῶν ἱδρύσεις») 2. συγκρότηση, σύσταση («ίδρυση συλλόγου») μσν. αρχ. 1. σταθερότητα 2. το να καταστεί σταθερό κάτι, σταθεροποίηση 3. έδρα επισκόπου, θρόνος επισκόπου (| αρχ … Dictionary of Greek